Στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων πραγματοποιείται έρευνα (βασική και εφαρμοσμένη) καθώς και πειραματική ανάπτυξη σε όλους τους τομείς και τα γνωστικά αντικείμενα που καλύπτονται από τα Τμήματα και τις Σχολές του Ιδρύματος, συμπεριλαμβανομέων των Επιστημων Υγείας. Ιδιαίτερη έμφαση έχειδοθείκαι συνεχίζει να δίνεται σε διεπιστημονικά προγράμματα εφαρμοσμένης έρευνας και πειραματικής ανάπτυξης που ενδιαφέρουν τη βιομηχανία, οικονομία και κοινωνία, σε διακρατικό, ευρωπαικό, εθνικό, και περιφερειακό επίπεδο (Α’, Β’, Γ’ ΚΠΣ, ΕΣΠΑ 2007-2013, ΕΣΠΑ 2014-2020, INTERREG, FP6, FP7, ΗORIZON 2020 κλπ) καθώς επίσης και σε συνεργασία με τον ιδιωτικό τομέα. Το Εργαστήριο Φαρμακολογίας ανήκει στον Λειτουργικό-Κλινικοεργαστηριακό Τομέα του Τμήματος Ιατρικής. Το Εργαστήριο εκπαιδεύει τους φοιτητές των Τμημάτων Ιατρικής και Βιολογικών Εφαρμογών και Τεχνολογιών καθώς και τους φοιτητές του μεταπτυχιακού προγράμματος σπουδών της Σχολής στα γνωστικά αντικείμενα της Φαρμακολογίας, Κλινικής Φαρμακολογίας, Νευροφαρμακολογίας και Εξαρτησιογόνων ουσιών καθώς και υποστηρίζει την έρευνα υποψηψίων διδακτόρων και μεταδιδακτόρων.
Η Αναπληρώτρια Καθηγήτρια Φαρμακολογίας κα Αικατερίνη Αντωνίου, Φαρμακοποιός, Διδάκτορας Νευροψυχοφαρμακολογίας, εστιάζει στη μελέτη προκλινικών μοντέλων που αφορούν σε διαταραχές του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος. Ειδικότερα, εστάζει στις γνωστικές διαταραχές της ψύχωσης, την κατάθλιψη και την ουσιοεξάρτηση. Η έρευνά της στοχεύει στην ταυτοποίηση των χαρακτηριστικών συμπεριφορικών και βιολογικών φαινότυπων αυτών των ζωικών μοντέλων, με σκοπό τη χρήση τους ως μεταφραστικά εργαλεία για τη θεραπευτική αντιμετώπιση των διαταραχών του ΚΝΣ. Πρόσφατες μελέτες της αφορούν το ρόλο των υποδοχέων κανναβινοειδών CB1 και CB2 στην κινητικότητα, στις γνωστικές λειτουργίες, στις ενισχυτικές δράσεις των ψυχοδιεγερτικών, καθώς και στη ντοπαμινεργική και γλουταματεργική λειτουργία του εγκεφάλου. Επιπλέον, οι ερευνητικές δραστηριότητές της εμπεριέχουν τον έλεγχο της δράσης νέων φαρμακευτικών ουσιών στο ΚΝΣ σε συγκεκριμένους συμπεριφορικούς και νευροχημικούς δείκτες, με τελικό σκοπό την συμβολή στην αξιολόγηση του θεραπευτικού δυναμικού τους αλλά και των ανεπιθύμητων ενεργειών.
